- πότωμαι
- προσίημιlet come toaor subj mid 1st sg (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποτώμαι — άομαι, και επικ. τ. ποτέομαι, Α (ποιητ. τ.) 1. πετώ εδώ κι εκεί χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση («ὀρνίθων ἔθνεα... ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται», Ομ. Ιλ.) 2. (για ήχο) διαδίδομαι («[βοᾷ] ποτᾱται, βρέμει δ ἀμαχέτου δίκαν ὕδατος ὀροτύπου», Αισχύλ.) 3. μτφ … Dictionary of Greek
ποτῶμαι — ποτάομαι fly hither and thither pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ποτάομαι fly hither and thither pres ind mp 1st sg ποτάομαι fly hither and thither pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) ποτέομαι fly hither and thither pres subj mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιποτώμαι — ἐπιποτῶμαι, άομαι (Α) [ποτώμαι] 1. πετώ από πάνω, εκτείνομαι πάνω σε κάτι, απλώνομαι («τοῑον ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ μύσος πεπόταται», Αισχύλ.) 2. μετεωρίζομαι 3. επιπλέω, επιπολάζω … Dictionary of Greek
καταποτώμαι — καταποτώμαι, άομαι (Α) πετώ προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ποτῶμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek
περιποτώμαι — άομαι, Α (ποιητ. τ.) πετώ ολόγυρα, πετώ επάνω και γύρω από κάτι, περιίπταμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποτῶμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek
ποτάομαι — και επικ. τ. ποτέομαι Α βλ. ποτῶμαι … Dictionary of Greek
ποτέομαι — Α (επικ. τ.) βλ. ποτῶμαι … Dictionary of Greek
ποτητός — ή, όν, Α [ποτῶμαι] (επικ. τ.) 1. αυτός που πετάει, ιπτάμενος, φτερωτός 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ποτητά τα πτηνά, τα πουλιά … Dictionary of Greek
πωτώμαι — άομαι, Α ποτῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επαναληπτικό ενεστ. που έχει σχηματιστεί από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα πωτ τής ρίζας πετ τού πέτομαι (πρβλ. στρέφω: στρωφῶ)] … Dictionary of Greek